- παρακελευσμός
- παρακελευσμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακελευσμός — ὁ, Α [παρακελεύομαι] παρακέλευσις*, παρακίνηση, προτροπή, παραίνεση … Dictionary of Greek
παρακελευσμοί — παρακελευσμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευσμοῦ — παρακελευσμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευσμῷ — παρακελευσμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)